- χλαίνη
- χλαῖναupper-garmentfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χλαίνη — η, Ν βλ. χλαίνα … Dictionary of Greek
χλαίνη — η ο μανδύας των στρατιωτικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλαίνῃ — χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνηι — χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) χλαίνῃ , χλαῖνα upper garment fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλαίνα — Oνομάζεται και χλαίνη. X. σήμαινε, στην αρχαία ελληνική, μεγάλο τετράγωνο χειμωνιάτικο ένδυμα (ιμάτιο), που το φορούσαν χαλαρά πάνω από τον χιτώνα τους μονάχα οι άντρες, όπως φορούν σήμερα οι Έλληνες χωρικοί την κάπα. Στη νέα ελληνική, χ.… … Dictionary of Greek
δίπλαξ — ο, η (Α δίπλαξ) νεοελλ. 1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι 2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάρος αρχ. 1. διπλωμένος 2. διπλός 3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύας β)… … Dictionary of Greek
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
καταχλαινώ — καταχλαινῶ, όω (Α) περιβάλλω με χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χλαινῶ «περιβάλλω με χλαίνη, ντύνω» (< χλαῖνα)] … Dictionary of Greek
λακέρνιον — λακέρνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τ.) ρωμαϊκός μανδύας από χοντρό ύφασμα, μικρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lacerna + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. lacernula «μικρή χλαίνη»)] … Dictionary of Greek
άχλαινος — ἄχλαινος, ον (AM) [χλαίνα] αυτός που δεν έχει χλαίνη, ο φτωχός … Dictionary of Greek